Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Ο Μπούμπης


Όπως όλα τα παιδάκια, μικρή λύσσαγα να μου πάρουν σκύλο. Ήθελα επίσης γάτα, κουνέλι, χάμστερ, ινδικό χοιρίδιο, ένα φίδι, και παροδικά μια μαϊμού. Αν ήταν πιο φτηνή, θα την είχα κουβαλήσει σπίτι άνετα, αλλά οι 2.500  ευρώ που την είχα βρει στο πετ σοπ στην Αθηνάς (μεγάλος πόλος έλξης τότε, με τα χυμένα στο πεζοδρόμιο εκατομμύρια κουνελάκια μικρά σαν σκιουράκια, γατάκια με πατικωμένες μουσούδες και γούνα φλοκάτη, άσπρα μικρά κουταβάκια και κάθε λογής παιδικό μου πόθο, εκεί μπροστά μου μέσα σε καλάθια λες και είναι τομάτες στη λαϊκή) ήταν εκτός βαλαντίου εκεί γύρω στα 15.

Απ'το σπίτι μας έχουν περάσει κατά καιρούς διάφορα μέρη του λόγου, τα περισσότερα τα θυμάμαι αμυδρά γιατί ήμουν μυξιάρικο. Όλα κατέληγαν σε φίλους, καθότι για ακόμα μια φορά αποδεικνυόταν ότι η οικογένεια μας ήταν παντελώς ανίκανη να φροντίσει τον εαυτό της, πόσο μάλλον ένα κατοικίδιο.  Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά υποσχόμασταν στους γονείς με δάκρυα και πείσμα ότι εμείς θα το φροντίσουμε και θα το κάνουμε το τέλειο κατοικίδιο και σεεεεε παρακαλώωωωω κλπ κλπ, μέχρι που λυγίζανε οι άνθρωποι και έκαναν το μοιραίο λάθος για πολλοστή φορά.
Κάτι ανεκπαίδευτα σκυλάκια που κλαίγανε και κατουρούσανε και γαβγίζανε, και αναρωτιόμασταν τι φταίει (μούτζα). Μπορώ να μετρήσω τουλάχιστον τέσσερα: ένα με μακριά αυτιά και χρυσαφί τρίχωμα που κατουρούσε συνέχεια όπου έβρισκε. Ένα μικροσκοπικό άσπρο, πιο νευρικό πεθαίνεις, που το κλείναμε στο μπάνιο για τιμωρία. Δυο υπερκινητικά κυνηγητικά, που ένας θεός ξέρει πού τα βρήκε η μαμά μου η ψυχοπονιάρα κατέληξαν σπίτι μας. Το τελευταίο το θυμάμαι, γιατί είχα αναλάβει την εκπαίδευση του με παταγώδη αποτυχία. Αποτυχία με την οποία ήρθα σε άμεση, υλική ας πούμε επαφή μια μέρα που μου κατούρησε με αγάπη το μαξιλάρι.
Ο Καζάλς, ο γάτος που υιοθετήσαμε απ'το σχολείο με ένα φίλο μου και ευτυχώς τον πήρε αυτός στον κήπο του και σώθηκε απ'το τρελοκομείο. Διάφορα καναρίνια, όλα με το όνομα Κίτσος. Τα αγαπημένα χελωνάκια της παιδικής μας ηλικίας, Ερρίκος, Φρουφρούκος και Φιρφιρίκος. Ακόμα θυμάμαι τη μέρα που ο άπονος μπαμπάς μας ανάγκασε να τα πάμε να τα αφήσουμε στη λιμνούλα του Εθνικού Κήπου για να κάνουν παρέα με τα άλλα χελωνάκια. Το χελωνάκι μου ο Αλέξης που το έπαιρνα παντού μαζί και μια μέρα το έχασα στο γκαζόν (ανάθεμα το χρώμα του γκαζόν, ας το κάνανε κόκκινο).  3 ψάρια που μου είχαν κάνει δώρο και μια μέρα πέθαναν όλα μαζί κι εγώ τα τσιμπούσα με μια οδοντογλυφίδα να δω μήπως κοιμούνται. Το χάμστερ μας η Πίγκι. Ή ο Πίγκι, δε θυμάμαι, που όταν πέθανε πήγαμε και πήραμε ένα αδερφάκι του ίδιο για να μη το πάρει χαμπάρι η μεγάλη μου αδερφή που ήταν, ας πούμε, πιο "δικό" της. Η μύγα η Τούλα, που την είχα αιχμαλωτίσει σε ένα βαζάκι με λίγη μαρμελάδα και είχαμε γίνει φίλες, μέχρι που μια μέρα γύρισα απ'το σχολείο και έλειπε ολόκληρο το βάζο, πονεμένη ιστορία. Μέχρι και κάτι σαλιγκάρια είχαμε μαζέψει κάποτε για κατοικίδια και τα ταίζαμε μαρούλι.

Όλα τα παραπάνω όμως, τα βασανισμένα κατοικίδια που έφευγαν απ΄το σπίτι αναστενάζοντας απο ευτυχία, τα νέυρα του μπαμπά ότι δεν είμαστε άξιες να φροντίσουμε ένα ζώο, η γκρίνια της μαμάς για τα κάτουρα/ τρίχες/ γαβγίσματα/ ζημιές, το ζωικό δράμα γενικώς, όλα σταμάτησαν όταν ήρθε εκείνος. Εκείνος μας άνοιξε το δρόμο για την εικόνα ζωολογικού κήπου που παρουσιάζουμε σήμερα, με συνολικά 3 σκυλιά και μια γάτα πολύ χοντρή και πολύ έξυπνη. 4 ζώα που δεν είναι περαστικά, δεν ήρθαν για να φύγουν, δεν κλείνονται στα μπάνια, είναι οικογένεια.  Εκείνος, είναι ο Μπούμπης.

Η παρακάτω χαζόφατσα (δεν φαίνεται) που τσίμπησα από μια κυρία που τον βρήκε να περιφέρεται στην Πετρούπολη όταν ήταν ενός έτους. Το πρώτο εξάμηνο νομίζαμε ότι είναι μουγκό. Δεν γάβγιζε, δεν τίποτα. Μόνο καθόταν με την ουρά στα σκέλια και ακουμπούσε το κεφαλάκι του πάνω στα πόδια μας και μας κοιτούσε, με μια θλίψη ανείπωτη. Με τον καιρό ξεθάρρεψε, γάβγισε, έπαιξε, κούνησε την ουρά, χάρηκε το χάδι χωρίς να κλαίει από παράπονο (ποιος ξέρει τι έχει περάσει, η ψυχούλα μου), έτρεξε και κυλίστηκε στο γρασίδι, κυνήγησε μια γάτα και τον έχασα και έχασα τον κόσμο, γύρισε σαν ηλίθιο πίσω σα να μην τρέχει τίποτα, κατάλαβε πότε είμαστε στεναχωρημένοι ή άρρωστοι, στάθηκε δίπλα μας με σοφία και κατανόηση (ναι, κατανόηση). Παλιά, που κάναμε πιο πολύ παρέα οι δυο μας γιατί τώρα δεν ζούμε μαζί, πολλές φορές όταν έκλαιγα κλαψούριζε κι αυτός με απορία. Τα παιδιά του Ζεββεδαίου, τα άλλα μας σκυλιά, αυτόν έχουνε πατέρα, και δεν το ξέρουν. Εάν δεν ήταν ο Μπούμπης, με τη σοφία και την καλοσύνη του, δεν θα είχαν βρει χώρο στο σπίτι.

Ο Μπούμπης είναι από αυτούς τους σκύλους που αλλάζουν γνώμη σε όσους δεν θέλουν τα σκυλιά. Παρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα όμορφος ή τσαχπίνης. Οι περισσότεροι αμύητοι που έχουν πέσει στο δρόμο του, μετά από λίγο τον καλοκοιτάνε και λένε: "μωρέ σαν καλό είναι αυτό" και τον χαϊδεύουν με το πόδι κρυφά. Φυσικά, έχει φάει και πολύ ρατσισμό από διάφορους βλαμμένους που δεν είναι άσπρος χνουδωτός ή ράτσας.
Αλλά δεν μας νοιάζει, γιατί είμαστε ο καλύτερος σκύλος του κόσμου.

Η σκοτεινή περίοδος πριν έρθει στο σπίτι μας θα παραμείνει για πάντα άλυτο μυστήριο. Τι τον βασάνισε, πως άντεξε στο δρόμο μόνος του, πού έβρισκε φαγητό και νερό, πως την σκαπούλαρε ένα τόσο μαλθακό πλάσμα μέσα στις αγέλες σκύλων που κυκλοφορούν. Τι είναι αυτό που του άφησε τη θλίψη στα μάτια, αν φοβόταν όπως φοβάται τώρα καμιά φορά και κρύβεται πίσω μας, τι έκανε όταν δεν είχε σε κάποιου τα πόδια να κρυφτεί. Τι τρόμο βίωσε και πώς την έβγαζε στο κρύο.

Δεν μπορώ να φαντάζομαι το Μπούμπη μας πεινασμένο και φοβισμένο στο δρόμο.  Κανένα Μπούμπη. Ας μην αγοράζουμε σκυλιά από αυτούς που βλέπουν τα ματάκια τους σαν τράπεζες ευρώ και αν δεν αποδώσουν τα πετάνε στο δρόμο. Αν θέλετε ένα ζώο να σας αγαπήσει και να αγαπήσετε, σώστε ένα Μπούμπη.




Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

έγραψα ένα ποίημα







































Θα καπνίζω μέχρι να πάθω πνευμονία και θρόμβωση και να κιτρινίσουν τα νύχια μου
Το ξέρω ότι είναι βλαβερό 
Θα βγαίνω με βρεμένα μαλλιά κι όταν φυσάει
Αν θέλω
Θα κάνω παιδί πολύ μικρή ή όταν θα έχω παραμεγαλώσει
Αν μετανιώσω, δεν θα κάνω καθόλου
Αν μ’αρέσουν, θα φοράω ρούχα σκισμένα στις άκρες
Αν τα βαρεθώ θα τα ράψω χάλια
Μπορεί να φύγω για σπουδές πολύ μακριά
Και να αργήσω να γυρίσω
Ή να μη βγω απ’το σπίτι μου για μέρες ή και μήνες
Εάν το επιθυμώ
Μπορεί να χτίσω τη ζωή μου κάπου στον πλανήτη αλλού, ή στο δίπλα σπίτι
Θα γίνω, αν θέλω, επιστήμονας 
Μπορεί όμως να θέλω να πουλάω καπέλα στο νησί
Αν το θέλω, θα το κάνω
Αν θέλω θα ‘μαι ελεύθερη όσο μπορώ 
Αλλιώς με δίνω στην υπηρεσία σου όταν το θελήσω
Όσο θέλω, θα ζω

Αν δεν θέλω, θα τ’αφήσω. 

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Στο κλίμα των δυο προηγούμενων posts





Ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί, κι ας είναι μεγαλούτσικο. Οι σκέψεις ενός πολύ ενδιαφέροντος κυρίου, 93 Μαϊων παρακαλώ. 





"I’ve been asking myself why I don’t think about my approaching visitor, death. He was often on my mind thirty or forty years ago, I believe, though more of a stranger. Death terrified me then, because I had so many engagements. The enforced opposite—no dinner dates or coming attractions, no urgent business, no fun, no calls, no errands, no returned words or touches—left a blank that I could not light or furnish: a condition I recognized from childhood bad dreams and sudden awakenings. Well, not yet, not soon, or probably not, I would console myself, and that welcome but then tediously repeated postponement felt in time less like a threat than like a family obligation-......"

Διαβάστε το ολόκληρο εδώ 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Πρωταπριλιά 2

Εντάξει τώρα, είναι πολύ αστείο να πεθαίνεις πρωταπριλιά.  Όχι αστείο. Λάθος χαρακτηρισμός.  Είναι κάπως οξύμωρο όμως.
Τις μέρες πριν συμβεί ΑΥΤΟ ήθελα να πάω να την δω στην Πάτρα, στο νοσοκομείο που μπήκε ξαφνικά. Μέχρι που έπεσε σε κώμα δε νομίζαμε ότι ήταν κάτι σοβαρό. Και τι είναι σοβαρό δηλαδή τελικά; Περίμενα το ρεπό. Καινούρια δουλειά. Κωλορεπό. Αν έκανα οποιαδήποτε άλλη δουλειά θα είχα ρεπό Σ/Κ, οι κανονικοί άνθρωποι έχουν ρεπό Σαββατοκύριακο. Στο θέατρο όμως το ρεπό είναι Δευτέρα και μέχρι να έρθει η Δευτέρα είχε έρθει ο θάνατος πρώτος και την είχε πάρει ένα απόγευμα μετά την πρόβα που ήμουν με τον Κωνσταντίνο έξω από ένα σουβλατζίδικο και πηγαίναμε σπίτι.
Κι έτσι δεν πρόλαβα να της πω πολλά πράγματα που θα ήθελαν φαντάζομαι όλοι οι άνθρωποι να πουν σε κάποιον που αγαπούν πολύ και ξέρουν ότι δεν θα ξαναδούν, όπως ας πούμε τι ωραία που έκανε την τυρόπιτα και πως θυμάμαι που μου έφτιαχνε σοκολατένιο γάλα με το κακάο αυτό που βάζουν στα κέικ και πρέπει να το σπας με το καλαμάκι μισή ώρα αλλά δε με ένοιαζε και πως δε θέλω να ξαναπατήσω το πόδι μου στην Πάτρα τώρα που δεν είναι αυτή εκεί να με κοιμίζει στον καναπέ και να μου φέρνει πτι μπερ με σοκολάτα απ'το περίπτερο. 

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Πρωταπριλιά 1





Στο σπίτι της είχα διαβάσει πρώτη φορά άρλεκιν. Ήταν στο ράφι δίπλα στη βαζελίνη και στην κολώνια Μυρτώ. Το μπουκαλάκι της βαζελίνης ήταν κούτσικο, πολύ μικρό, και γέμιζε αυτόματα μόνο του. Automatic refill. Γιατί την έβαζε παντού, στις φτέρνες, στα γόνατα, στο πρόσωπο, στα χέρια, στο λαιμό, αλλά το βαζάκι ήταν πάντα μισογεμάτο. Και ήταν πάντα το ίδιο. Ζαχαρί με μπλε ετικέτα που είχε ένα μικρό σκισηματάκι στο κάτω μέρος. Άρα γέμιζε αυτόματα αλλά μόνο μέχρι τη μέση. Ικανοποιητικό. Μέχρι που έφυγε, μου ήταν εντελώς άγνωστο το γεγονός ότι μπορώ να περιγράψω με τόσες μικρές λεπτομέρειες το κούτσικο βαζάκι της βαζελίνης.
Στο δωματιάκι της τηλεόρασης υπήρχε χειμώνα καλοκαίρι ένας ανεμιστήρας που ήταν κι αυτός πάντα ο ίδιος αλλά για αυτό δεν απορεί κανείς. Και μια αφίσα από μια θάλασσα πολύ κιτς, και δυο καναπέδες που ξαπλώναμε με τη Δανάη για ύπνο και αυτή έπαιρνε πάντα τον πιο μαλακό γιατί ήταν πιο μεγάλη. Και χωρίς έλεος, τους γεμίζαμε πάντα με ψίχουλα απ΄τα πτι μπερ με σοκολάτα που μας περίμεναν στην κουζίνα ή αρίβαραν απ΄το περίπτερο εάν φτάναμε απροειδοποίητα.
Όταν είσαι μεγάλος παίρνεις πάντα τα καλύτερα γιατί διαλέγεις πρώτος. Τη μπροστινή θέση στο ταξίδι, το πιο μεγάλο δωμάτιο, τον πιο βολικό καναπέ.
Αλλά μετά μια μέρα γίνεσαι πολύ μεγάλος και πεθαίνεις χωρίς να το έχεις προετοιμάσει. Και δεν προλαβαίνεις να τελειώσεις ούτε ένα πολύ μικρό βαζάκι με βαζελίνη. Ούτε ένα πακέτο τσιγάρα. Μετά την κηδεία, τα κράτησε ο μπαμπάς για ενθύμιο. Παρόλο που της έλεγε συνέχεια "Ρε μάνα μην καπνίζεις μες το σπίτι βρώμισε ο τόπος".
Ή και για αυτό, δεν ξέρω.


Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Η κυρία Β.Π. και οι γυμναστικές επιδείξεις


Σήμερα η κυρία Β.Π. προέβλεψε ότι οι Ταύροι  θα ανησυχούν μέχρι το απόγευμα για τα οικονομικά τους. 
Η κυρία Β. Π.  διαβάζει βουλωμένα γράμματα με μεγάλη επιτυχία. Χώνοντας τη μυτούλα της στην κόλλα του φακέλου μυρίζει τα μελλόμενα. Αναλόγως τη γλώσσα που έχει γλείψει την κόλλα, μπορεί να προκληθεί σεισμός, καταποντισμός, ή να σου πάνε όλα τέλεια μετά την πανσέληνο. 

Τη μέρα που τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία, η κυρία Β.Π. που ήταν από τότε στο επάγγελμα είχε προβλέψει ότι οι Κριοί και οι Τοξότες θα περάσουν δοκιμασίες που δεν τους ευχαριστούν καθόλου αλλά στη συνέχεια θα ανταμειφθούν με σοκοφρέτα Σερενάτα.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Όλα είναι δρόμος

















Πέρασε ένα καλοκαίρι πολύ γρήγορα.
Ο χρόνος- μεγάλη κοροϊδία.
Σε ξεγελάει.
Όλα είναι χρόνος και όλα είναι δρόμος.
Οι σταθμοί πολλοί:
Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Ιεράπετρα, Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Λαμία, Λάρισα, Βόλος, Θήβα, κι άλλοι.

Ο σκοπός ένας, ο ίδιος, παντού: Να ξυπνήσεις το πρωί πολύ νωρίς, να τρέχεις, να τρέχεις, να τρέχεις, στις 21.30 να δοθεί η έναρξη, να ξεκινήσει η παράσταση, να έχουν πάει όλα καλά.

Στο περιθώριο αυτού του σκοπού και διάφορα γεγονότα να σου θυμίζουν ότι ζεις.
Μια ματιά που καταφέρνεις να εκβιάσεις από μια πόλη που δεν έχεις ξαναδεί.
Πρωί, στην Καβάλα, ψηλαφίζεις το ξυπνητήρι, ντύνεσαι με την οδοντόβουρτσα στο στόμα, τυχαία το μάτι σου πέφτει στο παράθυρο, η θέα σου κόβει την ανάσα, ξεκλέβεις ένα χαμόγελο.






















Τελευταίος σταθμός, στις 14/09 στη Μακρόνησο.






























Καλό χειμώνα.