Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Ουπς!


Ο φόβος κυρίευσε και το τελευταίο μου κύτταρο. Οι τρίχες μου σηκώθηκαν μια- μια, για να ξανακαθίσουν ήρεμες πάνω στην κοτσίδα μου πολύ πολύ αργότερα.

Η καρδιά μου ξεκίνησε το τουμπερλέκι, τα μάτια μου άρχισαν να ανοιγοκλείνουν στη διπλή ταχύτητα και οι βαθιές ανάσες στις οποίες κατέφυγα δεν έκαναν τίποτα. Φρίκαρα, για να το πω κομψά. Χέστηκα απάνω μου. Ήταν Η στιγμή. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται, θα ‘πρεπε να ξέρω πώς να την αντιμετωπίσω. Ουφ, βαθιά ανάσα. Merde, τίποτα. Είναι λοιπόν η στιγμή που συνειδητοποιώ ότι έχω πέσει με τα μούτρα- πως το λένε, ότι το έχω δαγκώσει, όχι το κρύο- τη λαμαρίνα, ότι χάνω την ελευθερία μου, ότι ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ. Merde, το είπα; Ε θα το ξαναπώ- μου λείπει. Τι έγινε ρε παιδιά; Πότε μας προέκυψε αυτό κι εγώ που ήμουν; Τι που ήσουνα ρε βλαμμένο; Θα μου πεις και θα χεις και δίκιο. Σπίτι του ήσουν. Χτες. Και προχτές. Και παραπροχτές. Έ, έτσι σας προέκυψε. Άουτς. Είναι τρομερή αυτή η στιγμή. Κυριολεκτικά τρομερή, αφού φέρνει τρόμο. Δε μπορώ να χρησιμοποιήσω άλλη λέξη. Τρόμος ότι δεν είσαι πια ελεύθερος κι αυτόνομος και σούπερ ανεξάρτητος και πολύ μάγκας. Τρόμος ότι και κάποιος άλλος τώρα ορίζει τη ζωή σου- όσο μπορεί να ορίζει τη ζωή σου κάτι που σου λείπει. Συγγνώμη που θα το πω, αλλά για κάποιον που δεν του αρέσει να του λείπουν πράγματα, αυτό είναι μια μικρή καταστροφή. Διότι τότε όλα αυτά που σε κάνουν κατά τα άλλα να γουστάρεις, γίνονται αίφνης απειλές. Αυτά που σου έρχονται στο μυαλό όταν σε ρωτάνε «τι σου αρέσει πιο πολύ στο Μάκη» κι εσύ αραδιάζεις αυθόρμητα γλυκανάλατες αηδίες τύπου «με το Μάκη όλα ξαφνικά είναι τόσο εύκολα» ή «όταν είμαι στην αγκαλιά του νιώθω κάαατι ανατριχίλες» ή «από τότε που γνώρισα το Μάκη,something changed » γίνονται τότε διπρόσωποι Θεοί σαν τον Ιανό: από τη μία σου κολλάνε το ηλίθιο χαμόγελο στη μούρη, από την άλλη σου χτυπάνε το καμπανάκι του κινδύνου. Για να μη μιλήσω για τα φαντάσματα του παρελθόντος. Διότι την τελευταία φορά που μου κόλλησε το ηλίθιο χαμόγελο στη μούρη, μεγεθύνθηκε τόσο που δεν έβλεπα μπροστά απ’τη μύτη μου και πήγα και στούκαρα σ’ένα τοίχο νααα, με το συμπάθιο. Εβλήθην από πανικό, λοιπόν, αγαπητέ αναγνώστη. Η αίσθηση αυτοσυντήρησης και αυτό-ηλιθιότητας ξεκίνησε να κατεβάζει ταχέως τα ρολά, εμένα ξεκίνησαν να μου φταίνε όλα και τίποτα και κόντεψα να τον στείλω από κει που’ρθε. Έτσι, γιατί τον γουστάρω. Ίσα που πρόλαβα τελευταία στιγμή να βάλω το πόδι μου να μην κλείσει το ρολό. Κι ας κάνει ο φόβος κι άλλη τρύπα στο νερό, που λέει και η Λίνα…

Δημοσ. στη FAQ στις 9.12.10