Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

υπαίθριο (τε)μενος

FAQ pray

Υπαίθριο (τέ)μενος*

* μένος το [ménos] : έντονη διάθεση για δράση ιδίως βίαιη: Πολεμικό / καταστροφικό ~. [λόγ. < αρχ. μένος `δύναμη, λύσσα στη μάχη΄] / μένος (το) ου σ. [αρχ. μένος] ψυχική ορμή, ακράτητη δύναμη, παραφορά.
μεσαιωνισμός (ο) ουσ. [<μεσαίων]: ανελευθερία, οπισθοδρομικότητα.

Στο λεξικό αυτές τις δύο λέξεις τις χωρίζουν 73 λήμματα. Μερακλίδικος, μεροκαματιάρης και άλλα 71 άσχετα. Στην πλατεία Αττικής, όμως, το μένος και ο μεσαιωνισμός χώρισαν πάλι τους μεν από τους δε: τους μουσουλμάνους που μαζεύτηκαν να γιορτάσουν το Μπαϊράμι τους την Τρίτη το πρωί, και μια ομάδα κατοίκων μαζί με τους γνωστούς ενοχλημένους ακροδεξιούς, οι οποίοι (υπ)άκουσαν το κάλεσμα του δημοτικού συμβούλου τους Ν. Μιχαλολιάκου, που είχε προηγηθεί τη Δευτέρα το απόγευμα.

Ρεπορτάζ: Ελίζα Συναδινού


Δεν ήταν η μοναδική πλατεία όπου μαζεύτηκαν για να προσευχηθούν. Νωρίτερα, στα Προπύλαια, ένα υπεράριθμο πλήθος προσευχήθηκε στον θεό του με αφορμή το Kurban Bayrami, τη γιορτή της Ιερής Θυσίας, χωρίς σχεδόν καμιά παρεμβολή. Το ίδιο και σε άλλα σημεία της Αθήνας. Στην πλατεία Αττικής όμως δεν χωράνε τέτοια. Σκορπισμένα φέιγ βολάν που έκαναν λόγο για τη «γιορτή των γουρουνιών» (ειρωνεία, οι μουσουλμάνοι θεωρούν το χοιρινό βρώμικο και δεν το τρώνε) είχαν προετοιμάσει το έδαφος όπου αργότερα θα στρώνονταν τα σεντόνια και θα γονάτιζαν οι πιστοί. Κάποιοι κάτοικοι είχαν βγάλει ηχεία στα μπαλκόνια τους να παίζουν στη διαπασών (Παπακωσταντίνου…) για να μην μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους οι προσευχόμενοι, διάφοροι άλλοι ήταν μαζεμένοι γύρω-γύρω, έπεσαν και κάνα δυο αβγά. Ευτυχώς η αστυνομία που είχε κυκλώσει την περιοχή αυτή τη φορά έπραξε τα δέοντα και δεν δημιουργήθηκαν επεισόδια. Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν σημειώθηκε κανένα σοβαρό κρούσμα βίας. «Εγώ μπορώ να κάτσω μέχρι το βράδυ εδώ στην άσφαλτο», είχε πει ένα κορίτσι που βγήκε από την παρέα των αγοριών που στα κράνη τους έχουν αυτοκόλλητα με γαλάζιες σημαίες. Φώναζε στα ΜΑΤ από μακριά. Κι αυτοί κοιτούσαν, από μακριά. Τι να πουν... Δεν έφεραν αυτοί τη γειτονιά της σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν θα καρπωθούν αυτοί τα κέρδη από την υποβάθμιση. Δεν φταίνε αυτοί για το μίσος που σιγοβράζει εδώ και καιρό σε κάθε γωνιά της περιοχής. Της περιοχής που έχει μετατραπεί σε υπαίθριο ξενοδοχείο και ουρητήριο μεταναστών και σε πεδίο δράσης του κάθε θερμοκέφαλου. «Μην περάσεις από εκεί, είναι μόνο για ξένους, εσύ είσαι Έλληνας», φώναζε ένας στον φίλο του που πήγαινε στη δουλειά του από το πεζοδρόμιο που στεκόταν και η διμοιρία. «Να πεις στον δήμαρχο να έρθει να μας απολυμάνει την πλατεία», είπε μια κάτοικος στη δημοτική υπάλληλο καθαριότητας. Κανείς δεν ακούει το πρόβλημά της και το λέει όπου βρει ελπίζοντας ότι κάποιος θα ακούσει. Μόνο που όταν κανείς δεν ακούει, η απελπισία δίνει στα χέρια όπλα που καμιά προσευχή δεν έχει τη δύναμη να πολεμήσει.

Info: Το Μπαϊράμι είναι μία από τις σημαντικότερες θρησκευτικές γιορτές των μουσουλμάνων – η άλλη είναι το Ραμαζάνι. Κατά τη διάρκεια του εορτασμού του, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, κάθε μουσουλμάνος που έχει την οικονομική δυνατότητα πρέπει να θυσιάσει ένα ζώο, ακολουθώντας την παράδοση του προφήτη Αβραάμ. Ο εορτασμός του κρατάει τέσσερις ημέρες και η μη συμμετοχή σε αυτόν θεωρείται αμαρτία.

Δημοσ. στη FAQ 18/10

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

hotel columbia

Hotel Columbia

Ρημαγμένοι τοίχοι, τσαλαπατημένοι δίσκοι, πλαστικά και ανθρώπινα ρημάδια: τα χρυσά σαρανταπεντάρια της Columbia έχουν καιρό σταματήσει να παίζουν στον Περισσό. Και όχι επειδή δεν χρησιμοποιούμε πια πικάπ.
«Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι, θα σου αγοράσω ένα κοκοράκι. Το κοκοράκι κι κι ρι κι κι, θα σε ξυπνάει κάθε πρωί». 1930, και το πρώτο τραγούδι ηχογραφείται στις εγκαταστάσεις της ιστορικής δισκογραφικής Columbia, στη Ριζούπολη. Μεσολαβούν όλα τα σουξέ της εποχής, μια επίταξη κατοχής και η κήρυξη ως διατηρητέου του κεντρικού κτηρίου. 80 χρόνια μετά, κανείς δεν τραγουδάει στα χαλάσματα. Τον Τουφίκ και τον Αζέ, τους ξυπνάει κάθε πρωί το φως που μπαίνει απ’τα ανύπαρκτα τζάμια. Αν κάποιος για οποιοδήποτε λόγο αποφάσιζε να τους πάει για δώρο μια κότα, το πιθανότερο είναι ότι θα τους την έπαιρνε η άλλη παρέα μεταναστών, που μένει σε διπλανά δωμάτια.
Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά
Ποιοι είναι αυτοί; Αλγερινοί, Πακιστανοί και Ιρακινοί μετανάστες που έχουν κι αυτοί βρει (σπασμένη) στέγη στα ερείπια της πάλαι ποτέ μουσικής αυτοκρατορίας. Δύσκολο να υπολογίσεις πόσοι είναι, γιατί βρίσκονται διασκορπισμένοι στα διάφορα κτίρια. Πάντως, είναι πάνω από εκατό. Πως ζουν; Ένας Θεός ξέρει, Χριστός, Αλλάχ ή ό,τι άλλο. Δεν βρίσκουν δουλειά, πάντως, τα λεφτά που έρχονται που και που απ’το εξωτερικό δε φτάνουν ούτε για ζήτω και περνάνε μέρες που απλώς δεν τρώνε. Μια σκυθρωπή παρέα, παίρνει τις σακούλες, τις μοιράζει μεταξύ της κι εξαφανίζεται. Οι «δικοί μας» είναι πιο ευγενικοί. Μάλλον έχουν συνηθίσει την παρουσία των Ελλήνων και δεν αντιδρούν. Μια φορά την εβδομάδα, έρχονται κάτι τύποι με τα αυτοκίνητα τους, μπαίνουν από την ορθάνοιχτη μαντρόπορτα, παρκάρουν στο κτήμα και αμολούν τα σκυλιά τους να τρέξουν. Τους κοιτάζουμε από τη γιγαντιαία τρύπα που κάποτε φιλοξενούσε ένα τοίχο, κάδρα, ίσως δίσκους από αυτούς που βάζουν στις κορνίζες όταν πουλάνε πολύ. Έχουμε ανέβει στο δεύτερο, γιατί οι καινούριοι μας φίλοι μας κάλεσαν στα «διαμερίσματα» τους και φυσικά δε μπορούσαμε ν’αρνηθούμε. Περάσαμε πάνω από κάθε λογής πρώην έπιπλο και νυν σκουπίδι, από λίμνες από βρωμόνερα, από καμένους τοίχους, αλλά όταν φτάσαμε το «δωμάτιο» των παιδιών ήταν πεντακάθαρο και μας έφεραν μέχρι και τασάκι. Ο Τουφίκ σκουπίζει συνεχώς: δεν υπάρχουν ούτε καν στάχτες από το αυτοσχέδιο τζάκι. «Εδώ ζέστανα νερό για να κάνω μπάνιο» λέει. «Πήγα στην ταράτσα και πλύθηκα, και ύστερα ήμουν άρρωστος 4 μέρες». Χαμένη στη μετάφραση, προσπαθώ να καταλάβω τα γαλλικά τους. Παρατηρούν ότι καπνίζω πολύ και με ρωτούν γιατί δεν είμαι ακόμα παντρεμένη. Στο λεωφορείο της επιστροφής, ο Αχμέτ θα μου προσφέρει ένα δαχτυλίδι που φοράει στο χέρι του. « Δεν βρίσκω πολλές φορές γυναίκες να μιλάνε γαλλικά» λέει. «Στο Παρίσι οι γυναίκες που φλέρταρα στο δρόμο τουλάχιστον μου απαντούσαν. Εδώ, τους μιλάω στο τρόλει και δεν με κοιτάζουν καν».
Κάνουν «αντρικά» αστεία με τον Αχιλλέα, μας βάζουν τη μουσική τους και αναπαριστούν γελώντας τις συλλήψεις της αστυνομίας. Ο Αχμέτ κάνει πως περπατάει ανέμελος στο δρόμο, και ο Άμπι τον αρπάζει, του κάνει σωματικό έλεγχο και του βάζει τα χέρια πίσω από την πλάτη. «Ντεν έκανα τίποτα» διαμαρύρεται ο Αχμέτ. «Έκει χαρτιά; Κάτσε κάτω, μαλάκα» γρυλλίζει ο Άμπι. «Όταν κάποιο περιοδικό γράφει για μας, το βράδυ έρχονται αστυνομικοί» μας λένε. «Αυτά τα βράδια δεν κοιμόμαστε. Φεύγουμε ή κάνουμε περιπολίες στον κήπο». Ο Τουφίκ μου δείχνει τα σημάδια στο κεφάλι του: «Έπεσα από την ταράτσα μια μέρα που είχε έρθει η αστυνομία. Προσπαθούσα να ξεφύγω». Δίπλα κάθεται ένας κύριος που φαίνεται μεγαλύτερος σε ηλικία. Όταν τον ρωτάω πως τον λένε, αντιδρά μάλλον φοβισμένα. «Αν ξέραμε πως ήταν έτσι η Ελλάδα, δε θα ερχόμασταν ποτέ» λέει. « Δεν υπάρχει δουλειά, δεν υπάρχει τίποτα. Εμείς νομίζαμε ότι ερχόμαστε στην πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τώρα, δε μπορούμε να φύγουμε». Μα καλά, που ζούσες; μου ‘ρχεται να τον ρωτήσω. Αλλά δε θα μου πει αλήθεια. Ούτε το πραγματικό όνομα τους δίνουν. Τους ρωτάς πως τους λένε και σου απαντούν κάτι που στη γλώσσα τους σημαίνει «παπούτσι», «καρέκλα», «πιάτο». Όσο για τη νομιμότητα τους, οι περισσότεροι είναι λαθρομετανάστες, κι όταν ρωτάς για τα χαρτιά τους, έχουν διάφορες ιστορίες να πουν για το πώς τα έχασαν. Ο Μαχμούντ, χωρίς χαρτιά, δε μπορεί να γυρίσει πίσω στην Αλγερία κι έτσι μεθαύριο περιμένει τον πατέρα του, που θα έρθει στην Ελλάδα για να δει με τα μάτια του πως ο γιος του είναι καλά. «Απ΄το τηλέφωνο φοβάται ότι μπορεί να του λέω ψέματα. Θέλει να σιγουρευτεί πως είμαι υγιής, πως δεν έχω χάσει κανένα πόδι ή κάτι τέτοιο».
Σε τούτο το παλιόσπιτο, σε τούτο το ρημάδι
Σε κάποιο από αυτά τα δωμάτια, κάποτε διάβαζαν τα ποιήματα τους ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Δε θα βρεις μεγάλα ονόματα που να μην έχουν περάσει την σιδερένια πόρτα: αστέρια της Columbia ή κάποιας άλλης από τις εταιρίες που χρησιμοποίησαν τα studio στη Ριζούπολη. Χατζιδάκις, Τσιτσάνης, Θεοδωράκης, Καζαντζίδης, Βέμπο, Βαμβακάρης. Τσαλαπατάμε πάνω στα ίχνη τους, καθώς γυρνάμε από κτίριο σε κτίριο. Αντί για χαλί, ατελείωτες ταινίες από κασέτες, τσαλακωμένες φωτογραφίες, σπασμένα πλαστικά απομεινάρια του τότε. Για παράθυρα και πόρτες ούτε λόγος, τα ντουβάρια είναι μισοπεσμένα, και όλα είναι τόσο βρώμικα που τα ρούχα τους τα απλώνουν στα δέντρα για να στεγνώσουν. Εδώ και χρόνια λένε ότι θέλουν να το κάνουν Μουσείο Ελληνικής Δισκογραφίας. Μέχρι και θέμα στη Βουλή έχει γίνει. Μέχρι στιγμής πάντως, μοναδικοί επισκέπτες, φύλακες και ζωντανά εκθέματα είναι αυτοί οι απόκληροι, που γι’αλλού ξεκίνησαν, αλλού βρέθηκαν, και το βράδυ καίνε φωτογραφίες της Ρένας Βλαχοπούλου για να ζεσταθούν.

Δημοσ. στη FAQ στις 4.11.10