Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

booze ούκι


Βρεθήκαμε στο κέντρο που εμφανίζονται ο Δημήτρης Μητροπάνος και η Πέγκυ Ζήνα και ανατρέψαμε τις προκαταλήψεις μας για τα μπουζούκια

Η πρώτη μου επιλογή το βράδυ μιας κουρασμένης Παρασκευής δεν ήταν σίγουρα τα μπουζούκια. Η τελευταία φορά που είχα ακούσει το Δημήτρη Μητροπάνο ήταν τότε που είχε καεί το Καλλιμάρμαρο όταν βγήκε εκείνος και μόνο εκείνος, ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα που παρέλασαν το ίδιο βράδυ. Τότε που με είχε κάνει να κλάψω σα να μην υπάρχει αύριο. Όσο κι αν τον αγαπώ όμως, κι όση περιέργεια κι αν θα μπορούσα να έχω για να δω πως είναι η Πέγκυ Ζήνα στη σκηνή (όλοι έλεγαν ότι θα εκπλαγώ), μια προκατάληψη την είχα για να πω την αλήθεια. Λάθος.
Κατά τις 11 παρά που φτάνω στην Ιερά Οδό, ο κόσμος έχει ήδη σχηματίσει ουρά, η οποία από μόνη της πρέπει να έχει ξοδέψει τόση λακ όση κι ένα κομμωτήριο σε μια βδομάδα. Το dress code για τις γυναίκες περιλαμβάνει φορέματα με κορδόνια, animal print λεπτομέρειες και πολύ -μα πολύ-στρας. Ανεβαίνοντας στα καμαρίνια, αναρωτιέμαι από πού ψωνίζουν κι αν έχω κάνει κάτι λάθος που δεν έβαλα εκείνο το φόρεμα που είχα αγοράσει για ένα γάμο. Το ξεχνάω μπαίνοντας στα καμαρίνια των μουσικών, που χωρίζονται με μια επιγραφή σε καπνιζόντων και μη (!). Οι μη καπνίζοντες κάνουν πρόβα με τα μπουζούκια τους, ενώ οι προχωρημένοι θεριακλήδες είναι μαζεμένοι πάνω από ένα laptop και παίζουν Farmville στο Facebook. Στο χώρο του Δημήτρη Μητροπάνου, σνομπάρω την εντυπωσιακή πολυθρόνα που θυμίζει κορμό δέντρου και το μάτι μου πέφτει στην κολλημένη στην πόρτα φωτογραφία: εκείνος χαμογελαστός, και η γυναίκα του Βένια του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Ένα φιλί που του χαρίζει πάντα, δευτερόλεπτα πριν βγει στη σκηνή, κάθε βράδυ, κάθε φορά που έρχεται η σειρά του να τραγουδήσει. Ο ίδιος κάθεται σε μια καρέκλα και κοιτάζει σεμνός και σκεφτικός το τσιγάρο, που αρνείται πεισματικά να κόψει. Ήρεμος. Μόνη ανησυχία του, να μην αργήσουν να βγουν στη σκηνή, καθώς η Πέγκυ Ζήνα, ταλαιπωρημένη από κάποιο συνάχι, κάνει ασκήσεις για τη φωνή της. Στις 11: 29 τελειώνουν οι ασκήσεις, στις 11:30 έχουν βγει στη σκηνή για το πρώτο τους τραγούδι. Την παρακολουθώ λαμπερή: πόσοι από τους 2.000 ανθρώπους που βλέπουν την ίδια εικόνα με μένα έστω υποψιάζονται ότι πριν 30 δευτερόλεπτα αυτή η εντυπωσιακή παρουσία «έκανε τα ανεβάσματά της» σα μαθήτρια σε ωδείο; Δεν προλαβαίνει να τελειώσει το πρώτο τραγούδι, οι λουλουδούδες μαζεύονται στη σκάλα σαν μπαλέτο και όλες μαζί κατευθύνονται προς τη σκηνή. Οι τραγουδιστές ευχαριστούν με ένα νεύμα τους σπόνσορες με τα λέλουδα και συνεχίζουν . Όταν τελειώνει το πρώτο μέρος βρίσκομαι ξανά στο καμαρίνι του Δημήτρη Μητροπάνου. Για τα επόμενα τρία τέταρτα που τον έχω απέναντι μου,δεν θέλω να τον ρωτήσω τίποτα. Το μόνο που νιώθω την ανάγκη να του πω, είναι ευχαριστώ, για αυτό το μαγικό τρέμουλο που μου χάρισε. Τον παρακολουθώ να αστειεύεται, να γελάει, να σιωπεί, να δένει τη γραβάττα του και ξεσκονίζω το λεξιλόγιο συναισθημάτων μου, για να περιγράψω κάπως αυτό που ένιωσα, να το πω κι εγώ όπως σίγουρα το έχουν πει τόσοι και τόσοι πριν από μένα. Όμως όσο κι αν ψάχνω, δεν μπορώ να βρω μια λέξη που να τα χωράει όλα μέσα, να μην αδικεί τίποτα. Το δεύτερο δικό του μέρος είναι συγκλονιστικό.
όμως δεν έχω πει ακόμα το αντίο
άκου, ακόμα ζω
Είμαι φωτιά κεραυνός και αστραπή
η καταιγίδα που φέρνει βροχή
είμαι ένας ήχος που ζει στη σιωπή
άκου, έχω φωνή

Τραγουδάει, σφίγγεται, φωνάζει, η φωνή του ξεσκίζει και το τελευταίο σου κύτταρο και κάνει το μεδούλι σου να τρέμει, σηκώνει την κάθε τρίχα σου να βαρέσει προσοχή. Ακόμα και να μη σε τρώει καημός, τον ζωντανεύει, σου ξεγυμνώνει ό,τι έχεις μέσα σου και στο φέρνει απέναντι σου, να αντιπαρατεθείς μαζί του. Όταν, δε,έρχεται η στιγμή του πολυαναμενώμενου ζειμπέκικου στη «Ρόζα», το μαγαζί καίγεται. Νομίζεις ότι θα πέσει το πάνω διάζωμα να σε πλακώσει. Καληνυχτίζει σεμνά, πνιγμένος σε λουλούδια και αλαλαγμούς λατρείας. Η ώρα κοντεύει τρεις κι αρχίζουν να φεύγουν οι πρώτοι αναψοκοκκινισμένοι, με τις γραβάτες και τα τσιγάρα στα χέρια. Είχα στο μυαλό μου να ρωτήσω την Πέγκυ Ζήνα αν ένιωσε έστω στην αρχή κάποια υποψία φόβου, μπροστά στη συνεργασία με τον τεράστιο όγκο του Μητροπάνου. Με το που όρμηξε σαν αγρίμι στη σκηνή όμως στο δεύτερο μέρος της (την πρώτη φορά που ήταν μόνη της στη σκηνή εγώ σουλάτσαρα μπακστέιτζ) και δημιούργησε πανικό, το κατάπια. Λοιπόν, για όσους λένε τη γνώμη τους χωρίς να την έχουν δει ζωντανά, θα πω το εξής: η Πέγκυ Ζήνα έχει από τις καλύτερες σκηνικές παρουσίες που έχουν πέσει στην αντίληψη μου. Έβερ. Είναι ο άνθρωπος-πολυμηχανή: χορεύοντας, τραγουδώντας και χαμογελώντας ασταμάτητα, φωτογραφίζεται, ακούει τι της λένε οι λουλουδούδες και οι άνθρωποι του μαγαζιού, απευθύνεται σε κάθε μέρος του κοινού ξεχωριστά, τριγυρνάει στην πλατεία και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, ξεσηκώνει με το χορό της την αρένα. Της βγάζω το καπέλο, και φυσικά δεν μπόρεσα να μη τη ρωτήσω, πώς αντέχει τόσες ώρες να ανταγωνίζεται το λαγουδάκι της διαφήμισης. «Έλα ντε…». Και πως νιώθει, 5 η ώρα το πρωί, όταν έχει μόλις ολοκληρώσει το τρέξιμο που περιέγραψα και πρόκειται να υπογράφει αυτόγραφα μέχρι τις 6; «Εξαντλημένη, ευτυχισμένη, πλήρης.». Αυτή μάλλον είναι η απάντηση και στην πρώτη ερώτηση.
Υποσημείωση: φίλε καπνιστή, θα μπορούσες να ακούς το «όσοι με το χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη» άκαπνος; Όχι βέβαια. Μη σε ξεγελάει η απαγόρευση, μπορείς να καπνίσεις, απλώς οι στάχτες ρίχνονται σε γυάλινο ποτήρι που αλλάζουν τακτικά οι σερβιτόροι. Σο σιμπλ.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό VetoMag την Κυριακή 22.10.2009

Ελίζα Συναδινού

1 σχόλιο: