Όπως όλα τα παιδάκια, μικρή λύσσαγα να μου πάρουν σκύλο. Ήθελα επίσης γάτα, κουνέλι, χάμστερ, ινδικό χοιρίδιο, ένα φίδι, και παροδικά μια μαϊμού. Αν ήταν πιο φτηνή, θα την είχα κουβαλήσει σπίτι άνετα, αλλά οι 2.500 ευρώ που την είχα βρει στο πετ σοπ στην Αθηνάς (μεγάλος πόλος έλξης τότε, με τα χυμένα στο πεζοδρόμιο εκατομμύρια κουνελάκια μικρά σαν σκιουράκια, γατάκια με πατικωμένες μουσούδες και γούνα φλοκάτη, άσπρα μικρά κουταβάκια και κάθε λογής παιδικό μου πόθο, εκεί μπροστά μου μέσα σε καλάθια λες και είναι τομάτες στη λαϊκή) ήταν εκτός βαλαντίου εκεί γύρω στα 15.
Απ'το σπίτι μας έχουν περάσει κατά καιρούς διάφορα μέρη του λόγου, τα περισσότερα τα θυμάμαι αμυδρά γιατί ήμουν μυξιάρικο. Όλα κατέληγαν σε φίλους, καθότι για ακόμα μια φορά αποδεικνυόταν ότι η οικογένεια μας ήταν παντελώς ανίκανη να φροντίσει τον εαυτό της, πόσο μάλλον ένα κατοικίδιο. Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά υποσχόμασταν στους γονείς με δάκρυα και πείσμα ότι εμείς θα το φροντίσουμε και θα το κάνουμε το τέλειο κατοικίδιο και σεεεεε παρακαλώωωωω κλπ κλπ, μέχρι που λυγίζανε οι άνθρωποι και έκαναν το μοιραίο λάθος για πολλοστή φορά.
Κάτι ανεκπαίδευτα σκυλάκια που κλαίγανε και κατουρούσανε και γαβγίζανε, και αναρωτιόμασταν τι φταίει (μούτζα). Μπορώ να μετρήσω τουλάχιστον τέσσερα: ένα με μακριά αυτιά και χρυσαφί τρίχωμα που κατουρούσε συνέχεια όπου έβρισκε. Ένα μικροσκοπικό άσπρο, πιο νευρικό πεθαίνεις, που το κλείναμε στο μπάνιο για τιμωρία. Δυο υπερκινητικά κυνηγητικά, που ένας θεός ξέρει πού τα βρήκε η μαμά μου η ψυχοπονιάρα κατέληξαν σπίτι μας. Το τελευταίο το θυμάμαι, γιατί είχα αναλάβει την εκπαίδευση του με παταγώδη αποτυχία. Αποτυχία με την οποία ήρθα σε άμεση, υλική ας πούμε επαφή μια μέρα που μου κατούρησε με αγάπη το μαξιλάρι.
Ο Καζάλς, ο γάτος που υιοθετήσαμε απ'το σχολείο με ένα φίλο μου και ευτυχώς τον πήρε αυτός στον κήπο του και σώθηκε απ'το τρελοκομείο. Διάφορα καναρίνια, όλα με το όνομα Κίτσος. Τα αγαπημένα χελωνάκια της παιδικής μας ηλικίας, Ερρίκος, Φρουφρούκος και Φιρφιρίκος. Ακόμα θυμάμαι τη μέρα που ο άπονος μπαμπάς μας ανάγκασε να τα πάμε να τα αφήσουμε στη λιμνούλα του Εθνικού Κήπου για να κάνουν παρέα με τα άλλα χελωνάκια. Το χελωνάκι μου ο Αλέξης που το έπαιρνα παντού μαζί και μια μέρα το έχασα στο γκαζόν (ανάθεμα το χρώμα του γκαζόν, ας το κάνανε κόκκινο). 3 ψάρια που μου είχαν κάνει δώρο και μια μέρα πέθαναν όλα μαζί κι εγώ τα τσιμπούσα με μια οδοντογλυφίδα να δω μήπως κοιμούνται. Το χάμστερ μας η Πίγκι. Ή ο Πίγκι, δε θυμάμαι, που όταν πέθανε πήγαμε και πήραμε ένα αδερφάκι του ίδιο για να μη το πάρει χαμπάρι η μεγάλη μου αδερφή που ήταν, ας πούμε, πιο "δικό" της. Η μύγα η Τούλα, που την είχα αιχμαλωτίσει σε ένα βαζάκι με λίγη μαρμελάδα και είχαμε γίνει φίλες, μέχρι που μια μέρα γύρισα απ'το σχολείο και έλειπε ολόκληρο το βάζο, πονεμένη ιστορία. Μέχρι και κάτι σαλιγκάρια είχαμε μαζέψει κάποτε για κατοικίδια και τα ταίζαμε μαρούλι.
Όλα τα παραπάνω όμως, τα βασανισμένα κατοικίδια που έφευγαν απ΄το σπίτι αναστενάζοντας απο ευτυχία, τα νέυρα του μπαμπά ότι δεν είμαστε άξιες να φροντίσουμε ένα ζώο, η γκρίνια της μαμάς για τα κάτουρα/ τρίχες/ γαβγίσματα/ ζημιές, το ζωικό δράμα γενικώς, όλα σταμάτησαν όταν ήρθε εκείνος. Εκείνος μας άνοιξε το δρόμο για την εικόνα ζωολογικού κήπου που παρουσιάζουμε σήμερα, με συνολικά 3 σκυλιά και μια γάτα πολύ χοντρή και πολύ έξυπνη. 4 ζώα που δεν είναι περαστικά, δεν ήρθαν για να φύγουν, δεν κλείνονται στα μπάνια, είναι οικογένεια. Εκείνος, είναι ο Μπούμπης.
Η παρακάτω χαζόφατσα (δεν φαίνεται) που τσίμπησα από μια κυρία που τον βρήκε να περιφέρεται στην Πετρούπολη όταν ήταν ενός έτους. Το πρώτο εξάμηνο νομίζαμε ότι είναι μουγκό. Δεν γάβγιζε, δεν τίποτα. Μόνο καθόταν με την ουρά στα σκέλια και ακουμπούσε το κεφαλάκι του πάνω στα πόδια μας και μας κοιτούσε, με μια θλίψη ανείπωτη. Με τον καιρό ξεθάρρεψε, γάβγισε, έπαιξε, κούνησε την ουρά, χάρηκε το χάδι χωρίς να κλαίει από παράπονο (ποιος ξέρει τι έχει περάσει, η ψυχούλα μου), έτρεξε και κυλίστηκε στο γρασίδι, κυνήγησε μια γάτα και τον έχασα και έχασα τον κόσμο, γύρισε σαν ηλίθιο πίσω σα να μην τρέχει τίποτα, κατάλαβε πότε είμαστε στεναχωρημένοι ή άρρωστοι, στάθηκε δίπλα μας με σοφία και κατανόηση (ναι, κατανόηση). Παλιά, που κάναμε πιο πολύ παρέα οι δυο μας γιατί τώρα δεν ζούμε μαζί, πολλές φορές όταν έκλαιγα κλαψούριζε κι αυτός με απορία. Τα παιδιά του Ζεββεδαίου, τα άλλα μας σκυλιά, αυτόν έχουνε πατέρα, και δεν το ξέρουν. Εάν δεν ήταν ο Μπούμπης, με τη σοφία και την καλοσύνη του, δεν θα είχαν βρει χώρο στο σπίτι.
Ο Μπούμπης είναι από αυτούς τους σκύλους που αλλάζουν γνώμη σε όσους δεν θέλουν τα σκυλιά. Παρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα όμορφος ή τσαχπίνης. Οι περισσότεροι αμύητοι που έχουν πέσει στο δρόμο του, μετά από λίγο τον καλοκοιτάνε και λένε: "μωρέ σαν καλό είναι αυτό" και τον χαϊδεύουν με το πόδι κρυφά. Φυσικά, έχει φάει και πολύ ρατσισμό από διάφορους βλαμμένους που δεν είναι άσπρος χνουδωτός ή ράτσας.
Αλλά δεν μας νοιάζει, γιατί είμαστε ο καλύτερος σκύλος του κόσμου.
Η σκοτεινή περίοδος πριν έρθει στο σπίτι μας θα παραμείνει για πάντα άλυτο μυστήριο. Τι τον βασάνισε, πως άντεξε στο δρόμο μόνος του, πού έβρισκε φαγητό και νερό, πως την σκαπούλαρε ένα τόσο μαλθακό πλάσμα μέσα στις αγέλες σκύλων που κυκλοφορούν. Τι είναι αυτό που του άφησε τη θλίψη στα μάτια, αν φοβόταν όπως φοβάται τώρα καμιά φορά και κρύβεται πίσω μας, τι έκανε όταν δεν είχε σε κάποιου τα πόδια να κρυφτεί. Τι τρόμο βίωσε και πώς την έβγαζε στο κρύο.
Δεν μπορώ να φαντάζομαι το Μπούμπη μας πεινασμένο και φοβισμένο στο δρόμο. Κανένα Μπούμπη. Ας μην αγοράζουμε σκυλιά από αυτούς που βλέπουν τα ματάκια τους σαν τράπεζες ευρώ και αν δεν αποδώσουν τα πετάνε στο δρόμο. Αν θέλετε ένα ζώο να σας αγαπήσει και να αγαπήσετε, σώστε ένα Μπούμπη.